κορτάκιας

κορτάκιας
ο
αυτός που αρέσκεται να ερωτοτροπεί με τις γυναίκες, ερωτιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • ερωτιάρης, -α, -ικο — αυτός που του αρέσει να ερωτεύεται, ερωτύλος, αλλ. κορτάκιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”